βαρελίσιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | βαρελίσιος | η | βαρελίσια | το | βαρελίσιο |
γενική | του | βαρελίσιου | της | βαρελίσιας | του | βαρελίσιου |
αιτιατική | τον | βαρελίσιο | τη | βαρελίσια | το | βαρελίσιο |
κλητική | βαρελίσιε | βαρελίσια | βαρελίσιο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | βαρελίσιοι | οι | βαρελίσιες | τα | βαρελίσια |
γενική | των | βαρελίσιων | των | βαρελίσιων | των | βαρελίσιων |
αιτιατική | τους | βαρελίσιους | τις | βαρελίσιες | τα | βαρελίσια |
κλητική | βαρελίσιοι | βαρελίσιες | βαρελίσια | |||
Προφέρεται με συνίζηση ως παροξύτονο. | ||||||
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρελίσιος < βαρέλι + -ίσιος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /va.ɾeˈli.sços/
Επίθετο[επεξεργασία]
βαρελίσιος -ια -ιο
- για ποτό που μένει αποθηκευμένο σε βαρέλι, δηλαδή δεν έχει εμφιαλωθεί
- βαρελίσιο κρασί, βαρελίσια μπίρα
- για τρόφιμα (όπως το τυρί) που παραμένουν αποθηκευμένα σε βαρέλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρελίσιος
|
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως η ομάδα 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'ωραίος' με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)