βασίδιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βασίδιο | τα | βασίδια |
γενική | του | βασίδιου | των | βασίδιων |
αιτιατική | το | βασίδιο | τα | βασίδια |
κλητική | βασίδιο | βασίδια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βασίδιο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική basidium < αρχαία ελληνική βάσις + -ίδιον
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βασίδιο ουδέτερο
- μια μικρή δομή, σε σχήμα ράβδου, που βρίσκεται στους βασιδιομύκητες και φέρει τέσσερα σπόρια στις άκρες μικρών προεξοχών
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)