βιοκίνδυνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βιοκίνδυνος οι βιοκίνδυνοι
      γενική του βιοκινδύνου των βιοκινδύνων
    αιτιατική τον βιοκίνδυνο τους βιοκινδύνους
     κλητική βιοκίνδυνε βιοκίνδυνοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βιοκίνδυνος < βιο- + κίνδυνος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική biohazard)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βιοκίνδυνος θηλυκό

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Biohazard στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις[επεξεργασία]