βλατί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | βλατί | τα | βλατιά |
γενική | του | βλατιού | των | βλατιών |
αιτιατική | το | βλατί | τα | βλατιά |
κλητική | βλατί | βλατιά | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ιά, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδί» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- βλατί < μεσαιωνική ελληνική βλατί / βλαττίν < ελληνιστική κοινή βλαττίον, υποκοριστικό του βλάττα < λατινική blatta
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βλατί ουδέτερο
- (παρωχημένο) πολύτιμο πορφυρό ύφασμα
- (παρωχημένο) (συνεκδοχικά) το ένδυμα ή το άμφιο που έχει φτιαχτεί απ’ αυτό το ύφασμα
- Εγνώριζον πολύ καλά ότι οι βασιλοπούλες έχουν εξαιρετικήν τινα αδυναμίαν εις τα ραφτόπουλα, μάλιστα, όταν αυτά ηξεύρουν να τραγουδούν τους επαίνους των θελγήτρων αυτών, ενώ ράπτουν τα βλατιά, με τα οποία στολίζουσι τα κάλλη των. (Γεώργιος Βιζυηνός, Το μόνον της ζωής του ταξείδιον)
- (παρωχημένο) (κατ’ επέκταση) ύφασμα στη σέλα ή τα καπούλια ενός αλόγου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] βλατί
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδί' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)