βουλγαροφάγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βουλγαροφάγος < Βούλγαρ(ος) + -ο- + -φάγος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /vul.ɣa.ɾoˈfa.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βουλ‐γα‐ρο‐φά‐γος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βουλγαροφάγος αρσενικό
- χαρακτηρισμός πολεμιστή που σκοτώνει Βούλγαρους
- ※ Ένα μνημείο αρκετά νέο, αφού χτίστηκε το 1933, 12 χρόνια μετά τον θάνατο του ιδρυτή της εφημερίδας «Εμπρός», του Μανιάτη Δημήτριου Καλαποθάκη (1862 – 1921), εκ των πρωτεργατών του Τύπου με λαμπρούς συνεργάτες όπως ο Ροΐδης, ο Παπαδιαμάντης, ο Ξενόπουλος κ.ά., αλλά και κατεξοχήν πολιτικού… κωλοτούμπα: πρώην τρικουπικός, ύποπτα βουλγαροφάγος επί Μακεδονικού Αγώνα, υπέρ του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909 αλλά κατά του Βενιζέλου, ύστερα ακραιφνής βασιλόφρων, μετά ξαφνικά βενιζελικός κ.λπ.
- Αλλαμανής, Γιώργος Ι. (23 Νοεμβρίου 2013), Ο Σαμίρ, η αντίσταση και το θέατρο Εμπρός, Το Ποντίκι
- ※ Ένα μνημείο αρκετά νέο, αφού χτίστηκε το 1933, 12 χρόνια μετά τον θάνατο του ιδρυτή της εφημερίδας «Εμπρός», του Μανιάτη Δημήτριου Καλαποθάκη (1862 – 1921), εκ των πρωτεργατών του Τύπου με λαμπρούς συνεργάτες όπως ο Ροΐδης, ο Παπαδιαμάντης, ο Ξενόπουλος κ.ά., αλλά και κατεξοχήν πολιτικού… κωλοτούμπα: πρώην τρικουπικός, ύποπτα βουλγαροφάγος επί Μακεδονικού Αγώνα, υπέρ του Στρατιωτικού Συνδέσμου το 1909 αλλά κατά του Βενιζέλου, ύστερα ακραιφνής βασιλόφρων, μετά ξαφνικά βενιζελικός κ.λπ.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Βουλγαρία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βουλγαροφάγος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- βουλγαροφάγος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φάγος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)