βραχυκατάληκτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχυκατάληκτος η βραχυκατάληκτη το βραχυκατάληκτο
      γενική του βραχυκατάληκτου της βραχυκατάληκτης του βραχυκατάληκτου
    αιτιατική τον βραχυκατάληκτο τη βραχυκατάληκτη το βραχυκατάληκτο
     κλητική βραχυκατάληκτε βραχυκατάληκτη βραχυκατάληκτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχυκατάληκτοι οι βραχυκατάληκτες τα βραχυκατάληκτα
      γενική των βραχυκατάληκτων των βραχυκατάληκτων των βραχυκατάληκτων
    αιτιατική τους βραχυκατάληκτους τις βραχυκατάληκτες τα βραχυκατάληκτα
     κλητική βραχυκατάληκτοι βραχυκατάληκτες βραχυκατάληκτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραχυκατάληκτος < ελληνιστική κοινή βραχυκατάληκτος

Επίθετο[επεξεργασία]

βραχυκατάληκτος, -η, -ο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]