βυθοσκοπικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βυθοσκοπικός η βυθοσκοπική το βυθοσκοπικό
      γενική του βυθοσκοπικού της βυθοσκοπικής του βυθοσκοπικού
    αιτιατική τον βυθοσκοπικό τη βυθοσκοπική το βυθοσκοπικό
     κλητική βυθοσκοπικέ βυθοσκοπική βυθοσκοπικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βυθοσκοπικοί οι βυθοσκοπικές τα βυθοσκοπικά
      γενική των βυθοσκοπικών των βυθοσκοπικών των βυθοσκοπικών
    αιτιατική τους βυθοσκοπικούς τις βυθοσκοπικές τα βυθοσκοπικά
     κλητική βυθοσκοπικοί βυθοσκοπικές βυθοσκοπικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βυθοσκοπικός < βυθοσκόπιο / βυθοσκόπηση + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

βυθοσκοπικός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]