γαστρεντερολογικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γαστρεντερολογικός η γαστρεντερολογική το γαστρεντερολογικό
      γενική του γαστρεντερολογικού της γαστρεντερολογικής του γαστρεντερολογικού
    αιτιατική τον γαστρεντερολογικό τη γαστρεντερολογική το γαστρεντερολογικό
     κλητική γαστρεντερολογικέ γαστρεντερολογική γαστρεντερολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γαστρεντερολογικοί οι γαστρεντερολογικές τα γαστρεντερολογικά
      γενική των γαστρεντερολογικών των γαστρεντερολογικών των γαστρεντερολογικών
    αιτιατική τους γαστρεντερολογικούς τις γαστρεντερολογικές τα γαστρεντερολογικά
     κλητική γαστρεντερολογικοί γαστρεντερολογικές γαστρεντερολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γαστρεντερολογικός < γαστρεντερολόγος / γαστρεντερολογία + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

γαστρεντερολογικός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]