γεωδίαιτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο γεωδίαιτος η γεωδίαιτη το γεωδίαιτο
      γενική του γεωδίαιτου της γεωδίαιτης του γεωδίαιτου
    αιτιατική τον γεωδίαιτο τη γεωδίαιτη το γεωδίαιτο
     κλητική γεωδίαιτε γεωδίαιτη γεωδίαιτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι γεωδίαιτοι οι γεωδίαιτες τα γεωδίαιτα
      γενική των γεωδίαιτων των γεωδίαιτων των γεωδίαιτων
    αιτιατική τους γεωδίαιτους τις γεωδίαιτες τα γεωδίαιτα
     κλητική γεωδίαιτοι γεωδίαιτες γεωδίαιτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωδίαιτος < γεω- + -δίαιτος

Επίθετο[επεξεργασία]

γεωδίαιτος, -η / -ος, -ο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • γεωδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]