γεωδιασκόπηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η γεωδιασκόπηση οι γεωδιασκοπήσεις
      γενική της γεωδιασκόπησης* των γεωδιασκοπήσεων
    αιτιατική τη γεωδιασκόπηση τις γεωδιασκοπήσεις
     κλητική γεωδιασκόπηση γεωδιασκοπήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, γεωδιασκοπήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γεωδιασκόπηση < γεω- + (καθαρεύουσα) διασκόπησις < αρχαία ελληνική διασκοπέω + -σις < σκοπέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γεωδιασκόπηση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]