γκριζομάτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | γκριζομάτης | η | γκριζομάτα | το | γκριζομάτικο |
γενική | του | γκριζομάτη | της | γκριζομάτας | του | γκριζομάτικου |
αιτιατική | τον | γκριζομάτη | την | γκριζομάτα | το | γκριζομάτικο |
κλητική | γκριζομάτη | γκριζομάτα | γκριζομάτικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | γκριζομάτηδες | οι | γκριζομάτες | τα | γκριζομάτικα |
γενική | των | γκριζομάτηδων | — | των | γκριζομάτικων | |
αιτιατική | τους | γκριζομάτηδες | τις | γκριζομάτες | τα | γκριζομάτικα |
κλητική | γκριζομάτηδες | γκριζομάτες | γκριζομάτικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]γκριζομάτης, -α, -ικο
- αυτός που έχει γκρίζα μάτια