γλυφοσάτη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γλυφοσάτη < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική glyphosate, συμφυρμός των glycine + phosphonate: N-(phosphonomethyl)glycine + -ate < αρχαία ελληνική γλυκύς + φῶς
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γλυφοσάτη θηλυκό
- (χημεία, βοτανική) οργανοφωσφορική ένωση που χρησιμοποιείται ως ζιζανιοκτόνο
- ※ Την ανανέωση της άδειας χρήσης της γλυφοσάτης αποφάσισε η Ε.Ε., επιλέγοντας την προάσπιση των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων αντί της υγείας των πολιτών και της προστασίας του περιβάλλοντος. Η αρμόδια Επιτροπή Εφέσεων -που αποτελείται από εμπειρογνώμονες των 28 χωρών-μελών της Ε.Ε. και την Ευρωπαϊκή Επιτροπή- ενέκρινε με την απαιτούμενη ειδική πλειοψηφία την επέκταση της αδείας χρήσης της χημικής ουσίας στην επικράτεια της Ε.Ε. για ακόμη πέντε χρόνια αγνοώντας τις προειδοποιήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και τα ψηφίσματα εκατομμυρίων ευρωπαϊων πολιτών. Η γλυφοσάτη, βασικό συστατικό του μεγαλύτερου σε πωλήσεις ζιζανιοκτόνου στον κόσμο Roundup που παράγει ο αγροχημικός κολοσσός Μonsanto, είναι σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Έρευνας για τον Καρκίνο (ΙARC) του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας «πιθανότατα καρικινογενής». Την ίδια άποψη έχουν εδώ και χρόνια αρκετοί ανεξάρτητοι επιστήμονες. Αλλά και η Monsantο γνωρίζει ήδη από τη δεκαετία του 1980 ότι το «Roundup» προκαλεί γενετικές ανωμαλίες και δυσμορφίες σε πειραματόζωα και τουλάχιστον από το 1999 ότι η ουσία αυτή είναι επικίνδυνη και για την ανθρώπινη υγεία. (* efsyn.gr)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- γλυφοσάτη στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γλυφοσάτη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)