γομαράκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
(Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | γομαράκι | τα | γομαράκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | γομαράκι | τα | γομαράκια |
κλητική | γομαράκι | γομαράκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γομαράκι < γομάρ(ι) + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γομαράκι ουδέτερο
- για κάποιον (πιθανόν και άξεστο) μεγαλόσωμο άνδρα, αλλά όχι αρκετά μεγαλόσωμο ώστε να χαρακτηριστεί γομάρι,
- (αγενές) για παιδί με σωματότυπο εντυπωσιακό ως προς τις διαστάσεις για την ηλικία του,
- μεγαλόσωμο παιδί που έχει άξεστη συμπεριφορά
- άξεστο παιδί με κακή συμπεριφορά ανεξαρτήτως σωματότυπου και διαστάσεων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γομαράκι
|
Κατηγορίες:
- Σελίδες για τεκμηρίωση
- Σελίδες που χρειάζονται επιμέλεια (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -άκι (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)