γουνοποιία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γουνοποιία | οι | γουνοποιίες |
γενική | της | γουνοποιίας | — | |
αιτιατική | τη | γουνοποιία | τις | γουνοποιίες |
κλητική | γουνοποιία | γουνοποιίες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γουνοποιία θηλυκό
- η κατεργασία και εμπορία γουνοφόρων δερμάτων
- βιοτεχνικός και εμπορικός κλάδος επεξεργασίας γούνας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γουνοποιία