γουρλίδικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣuɾˈli.ði.kos/
Επίθετο
[επεξεργασία]γουρλίδικος, -η, -ο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη γούρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γουρλίδικος