δίμετρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δίμετρος | η | δίμετρη | το | δίμετρο |
γενική | του | δίμετρου | της | δίμετρης | του | δίμετρου |
αιτιατική | τον | δίμετρο | τη | δίμετρη | το | δίμετρο |
κλητική | δίμετρε | δίμετρη | δίμετρο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δίμετροι | οι | δίμετρες | τα | δίμετρα |
γενική | των | δίμετρων | των | δίμετρων | των | δίμετρων |
αιτιατική | τους | δίμετρους | τις | δίμετρες | τα | δίμετρα |
κλητική | δίμετροι | δίμετρες | δίμετρα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]δίμετρος, -η, -ο
- (κυριολεκτικά) αυτός που έχει ύψος δυο μέτρα
- (μεταφορικά) αυτός που είναι πολύ ψηλός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δίμετρος
|