δακτυλοβάμονα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | δακτυλοβάμονα | ||
γενική | των | δακτυλοβάμονων | ||
αιτιατική | τα | δακτυλοβάμονα | ||
κλητική | δακτυλοβάμονα | |||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δακτυλοβάμονα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δακτυλοβάμων ((μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική digitigrada[1])
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δακτυλοβάμονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (σπάνιος ο ενικός δακτυλοβάμον)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δακτυλοβάμονα
|
- ↑ δακτυλοβάμονα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα νεολατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ζωολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)