δακτυλοβάμονα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα δακτυλοβάμονα
      γενική των δακτυλοβάμονων
    αιτιατική τα δακτυλοβάμονα
     κλητική δακτυλοβάμονα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δακτυλοβάμονα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δακτυλοβάμων ((μεταφραστικό δάνειο) νεολατινική digitigrada[1])

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δακτυλοβάμονα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό (σπάνιος ο ενικός δακτυλοβάμον)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]