δασάνθρωπος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δασάνθρωπος < δάσος + άνθρωπος• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðaˈsan.θɾo.pos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐σαν‐θρω‐πος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δασάνθρωπος αρσενικό
- (εξαιρετικά σπάνιο):
- άνθρωπος που ζει σε δάσος σε άγρια κατάσταση
- ※ Ο δασάνθρωπος
- Μετάφραση του διηγήματος «Der Waldmench» του Έρμαν Έσσε, στο: Η ινδική βιογραφία και άλλα διηγήματα, πρόλογος-μτφ.-σημειώσεις Β. Χ. Παλιγγίνης, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 1983
- ※ Ο δασάνθρωπος
- άνθρωπος που ζει ή εργάζεται σε δάσος
- ※ Το «Δεντρόσπιτο του Δασάνθρωπου» (στην Αγγλία)
- Τίτλος άρθρου του ΑΠΕ-ΜΠΕ, 7 Νοεμβρίου 2018
- ※ «[…] Ο κλάδος της μελισσοκομίας, όπως οι ρητινοκαλλιεργητές, οι υλοτόμοι και οι υπόλοιποι “δασάνθρωποι”, δέχτηκαν ισχυρό πλήγμα. Κάποιοι δουλεύουν στα έργα αποκατάστασης, άλλοι πήγαν στη Χαλκίδα ή σε άλλες πόλεις για να βρουν δουλειά σε εργοστάσιο, έγιναν εσωτερικοί μετανάστες δηλαδή. […]»
- Τασούλα Επτακοίλη, «Η ομορφιά θα επιστρέψει στην Εύβοια» – Οδοιπορικό της «Κ» στις πυρόπληκτες περιοχές, Η Καθημερινή, 13 Δεκεμβρίου 2021
- ※ Το «Δεντρόσπιτο του Δασάνθρωπου» (στην Αγγλία)
- άνθρωπος που ζει σε δάσος σε άγρια κατάσταση
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'άνθρωπος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)