δασικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δασικός η δασική το δασικό
      γενική του δασικού της δασικής του δασικού
    αιτιατική τον δασικό τη δασική το δασικό
     κλητική δασικέ δασική δασικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δασικοί οι δασικές τα δασικά
      γενική των δασικών των δασικών των δασικών
    αιτιατική τους δασικούς τις δασικές τα δασικά
     κλητική δασικοί δασικές δασικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δασικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

δασικός -ή -ό

  1. που αναφέρεται στο δάσος ή προέρχεται από αυτό
    δασικά προϊόντα
  2. που έχει ως αποστολή την προστασία του δάσους
    δασική υπηρεσία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]