δασόμελο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δασόμελο | τα | δασόμελα |
γενική | του | δασόμελου | των | δασόμελων |
αιτιατική | το | δασόμελο | τα | δασόμελα |
κλητική | δασόμελο | δασόμελα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ðaˈso.me.lo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δα‐σό‐με‐λο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δασόμελο ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δασόμελο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- δασόμελο - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)