δεδομενόγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δεδομενόγραμμα < δεδομένα + γράμμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική datagram
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δεδομενόγραμμα ουδέτερο
- (δίκτυο υπολογιστών) datagram: ομάδα δεδομένων, όπως το πακέτο στο IP, που διασχίζει ένα δίκτυο υπολογιστών και αποτελείται από την κεφαλίδα (header) και το ωφέλιμο φορτίο (payload)
- ※ Μάλιστα ο όρος για ένα πακέτο IP είναι δεδομενόγραμμα (datagram), αφού αποτελεί ένα γράμμα, όπου η κεφαλίδα είναι ο φάκελος με τις διευθύνσεις αποστολέα και παραλήπτη και άλλες πληροφορίες ελέγχου, ενώ τα δεδομένα το περιεχόμενο της επιστολής.[1]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Φουληράς, Π., 2015. Ανάπτυξη και διαχείριση δικτύων υπολογιστών, σελ. 51, Αθήνα:Σύνδεσμος Ελληνικών Ακαδημαϊκών Βιβλιοθηκών, από repository.kallipos.gr. Προσπέλαση 2020-05-02
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)