κεφαλίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κεφαλίδα < αρχαία ελληνική κεφαλίς < κεφαλή < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ǵʰebʰ-l- (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική header)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ce.faˈli.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κε‐φα‐λί‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κεφαλίδα θηλυκό
- η περιοχή στο επάνω μέρος της σελίδας ενός εγγράφου, όπου καταγράφονται διάφορα στοιχεία, όπως ο αριθμός σελίδας, ο τίτλος του κεφαλαίου, το όνομα του συγγραφέα κ.ά.
- (δίκτυο υπολογιστών) header: το πρώτο μέρος ενός δεδομενογράμματος (datagram), που περιέχει στοιχεία για την αποστολή του μέσω του δικτύου και για το ωφέλιμο φορτίο του (payload)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη κεφάλι
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ελπίδα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δίκτυο υπολογιστών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)