δερματόδετος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δερματόδετος < δέρμα + δένω + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος, μορφολογικά αναλύεται δέρματ(ος) + -ο- + -δετος
Επίθετο[επεξεργασία]
δερματόδετος, -η, -ο
- που είναι δεμένος με δέρμα, πχ ένας τόμος, βιβλίο ή σημειωματάριο
- ↪ πήρε ένα από τα δερματόδετα βιβλία στα ράφια
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
δερματόδετος