διαλυτήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαλυτήριο ουδέτερο
- χώρος ειδικά διαμορφωμένος και εξοπλισμένος, όπου διαλύονται (συνήθως) μεγάλες σε μέγεθος κατασκευές (π.χ. πλοία)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαλυτήριο