διαξονικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαξονικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διαξονικός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαξονικό ουδέτερο
- όχημα (π.χ. φορτηγό) που διαθέτει δύο άξονες, δηλαδή δύο συστήματα τροχών που στηρίζουν και κινούν το όχημα