διαπαιδαγωγήσιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαπαιδαγωγήσιμος < διαπαιδαγωγώ, διαπαιδαγωγη- -σιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
διαπαιδαγωγήσιμος, -η, -ο
- που μπορεί να διαπαιδαγωγηθεί, που μπορεί να υποστεί εκπαίδευση
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις διαπαιδαγωγώ, παιδί και άγω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαπαιδαγωγήσιμος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- διαπαιδαγωγ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
- -σιμος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας