διαπνευστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði̯a.pnef.stiˈkos/ & /ðʝa.pnef.stiˈkos/
Επίθετο
[επεξεργασία]διαπνευστικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαπνευστικός
|