διασυμπαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία el[επεξεργασία]
- διασυμπαντικός < δια- + συμπαντικός
Επίθετο[επεξεργασία]
διασυμπαντικός, -ή, -ό
- (φυσική, αστροφυσική) που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο σύμπαντα