συμπαντικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /sim.ban.diˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐μπα‐ντι‐κός
- παλιότερος συλλαβισμός : συμ‐παν‐τι‐ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]συμπαντικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται ή προέρχεται από το σύμπαν
- ※ Οι μαύρες τρύπες προκάλεσαν συμπαντική «κλιματική αλλαγή». (εφ. Το Βήμα, 16.05.2012)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σύμπαν