διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική attention deficit hyperactivity disorder. → και δείτε τις λέξεις διαταραχή, ελλειμματικός, προσοχή και υπερκινητικότητα
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας θηλυκό, μόνο στον ενικό
- (ψυχολογία, ψυχιατρική, νευρολογία) αναπτυξιακή διαταραχή κατά την οποία το άτομο έχει επίμονο πρότυπο παρορμητικότητας και απροσεξίας, με ή χωρίς στοιχεία υπερκινητικότητας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαταραχή ελλειμματικής προσοχής/υπερκινητικότητας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψυχή' χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Κλίση θηλυκών πολυλεκτικών όρων με ένα κλιτό (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Ψυχιατρική (νέα ελληνικά)
- Νευρολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)