διατμηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
διατμηματικός
- που έχει αναφέρεται στις σχέσεις ανάμεσα σε διάφορα τμήματα ή τα αφορά
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις τμήμα και τέμνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διατμηματικός
|