διαχύσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | οι | διαχύσεις | ||
γενική | των | διαχύσεων | ||
αιτιατική | τις | διαχύσεις | ||
κλητική | διαχύσεις | |||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαχύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διαχύσεις < πληθυντικός αριθμός του διάχυση < αρχαία ελληνική διάχυσις < διαχέω < διά + χέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *ǵʰew- (χέω, χύνω, ρέω) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική effusions)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]διαχύσεις θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διαχύσεις
|
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]διαχύσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαχέω
- θα διαχύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαχέω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]διαχύσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διάχυση
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά στον πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι ουσιαστικών (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)