Μετάβαση στο περιεχόμενο

διευκρίνιση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η διευκρίνιση οι διευκρινίσεις
      γενική της διευκρίνισης* των διευκρινίσεων
    αιτιατική τη διευκρίνιση τις διευκρινίσεις
     κλητική διευκρίνιση διευκρινίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, διευκρινίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
διευκρίνιση < είτε διευκρινί(ζω) + -ση, είτε ελληνιστική κοινή διευκρίνησις με ορθογραφία και το διευκρινίζω [1] <

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ði.efˈkɾi.ni.si/ & /ði̯efˈkɾi.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διευκρίνιση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

διευκρίνιση θηλυκό

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]