δικυκλιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δικυκλιστής < δίκυκλ(ο) + -ιστής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική bicycliste[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ði.ci.kliˈstis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐κυ‐κλι‐στής
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δικυκλιστής αρσενικό
- ο οδηγός ή κάτοχος δικύκλου
- ※ Σύμφωνα με την Τροχαία, δικυκλιστής συγκρούστηκε με στρατιωτικό όχημα (φορτηγό) με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του.
- Τροχαίο στη λεωφόρο Αθηνών με στρατιωτικό όχημα, Η Καθημερινή, 27 Ιουνίου 2022
- ※ Σύμφωνα με την Τροχαία, δικυκλιστής συγκρούστηκε με στρατιωτικό όχημα (φορτηγό) με αποτέλεσμα τον τραυματισμό του.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] δικυκλιστής
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ δικυκλιστής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιστής (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)