διψυχία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διψυχία αἱ διψυχίαι
      γενική τῆς διψυχίας τῶν διψυχιῶν
      δοτική τῇ διψυχί ταῖς διψυχίαις
    αιτιατική τὴν διψυχίαν τὰς διψυχίας
     κλητική ! διψυχία διψυχίαι
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

διψυχία < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική δῐψῡχίᾱ

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

διψυχία θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
δῐψῡχῐᾱ-
ονομαστική διψυχί αἱ διψυχίαι
      γενική τῆς διψυχίᾱς τῶν διψυχιῶν
      δοτική τῇ διψυχί ταῖς διψυχίαις
    αιτιατική τὴν διψυχίᾱν τὰς διψυχίᾱς
     κλητική ! διψυχί διψυχίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  διψυχί
γεν-δοτ τοῖν  διψυχίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δῐψῡχίᾱ < δίψυχ(ος) + -ία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

δῐψῡχίᾱ, -ας θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. αμφιβολία, δισταγμός, αβεβαιότητα
    ※  1ος↓ αιώνας Πάπας Κλήμης Α΄, Πρὸς Κορινθίους Β΄, ιθ΄
    ἐνίοτε γὰρ πονηρὰ πράσσοντες οὐ γινώσκομεν διὰ τὴν διψυχίαν καὶ ἀπιστίαν τὴν ἐνοῦσαν ἐν τοῖς στήθεσιν ἡμῶν, καὶ ἐσκοτίσμεθα τὴν διάνοιαν ὑπὸ τῶν ἐπιθυμιῶν τῶν ματαίων.
    ※  2ος↓ αιώνας Καινή Διαθήκη, Ἀπόκρυφα, Ὁ Ποιμὴν τοῦ Ἑρμᾶ, ιε΄
    οὗτοί εἰσιν οἱ πεπιστευκότες μέν, ἀπὸ δὲ τῆς διψυχίας αὐτῶν ἀφίουσιν τὴν ὁδὸν αὐτῶν τὴν ἀληθινήν
    ※  2ος↓ αιώνας Καινή Διαθήκη, Ἀπόκρυφα, Ὁ Ποιμὴν τοῦ Ἑρμᾶ, ιη΄
    ἀλλ’ αἱ διψυχίαι ὑμῶν ἀσυνέτους ὑμᾶς ποιοῦσιν καὶ τὸ μὴ ἔχειν τὴν καρδίαν ὑμῶν πρὸς τὸν κύριον.
  2. (στον Ησύχιο) → δείτε τη λέξη ἀπορία
    ※  Ἡσύχιος (5ος αιώνας κε), Γλῶσσαι, Δ
    *<διψῆν>
    διψᾶν vgA <Ἀττικῶς> vg  : <διψυχίαἀπορία

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]