εδαφοκλιματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εδαφοκλιματικός < έδαφος + -ο- + κλιματικός
Επίθετο[επεξεργασία]
εδαφοκλιματικός
- που έχει σχέση με το έδαφος και το κλίμα μιας περιοχής
- Είναι ένα δένδρο που αυτοφύεται στις ορεινές περιοχές της χώρας μας και είναι πολύ καλά προσαρμοσμένη στις εδαφοκλιματικές συνθήκες της Ελλάδας. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εδαφοκλιματικός
|