εικοσάλεπτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εικοσάλεπτος η εικοσάλεπτη το εικοσάλεπτο
      γενική του εικοσάλεπτου της εικοσάλεπτης του εικοσάλεπτου
    αιτιατική τον εικοσάλεπτο την εικοσάλεπτη το εικοσάλεπτο
     κλητική εικοσάλεπτε εικοσάλεπτη εικοσάλεπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εικοσάλεπτοι οι εικοσάλεπτες τα εικοσάλεπτα
      γενική των εικοσάλεπτων των εικοσάλεπτων των εικοσάλεπτων
    αιτιατική τους εικοσάλεπτους τις εικοσάλεπτες τα εικοσάλεπτα
     κλητική εικοσάλεπτοι εικοσάλεπτες εικοσάλεπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εικοσάλεπτος < εικοσά- + λεπτ(ό) + -ος[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /i.koˈsa.le.ptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ει‐κο‐σά‐λε‐πτος

Επίθετο[επεξεργασία]

εικοσάλεπτος -η -ο

  1. που έχει διάρκεια είκοσι λεπτών της ώρας
    ο ομιλητής στην εικοσάλεπτη παρέμβασή του καταφέρθηκε κατά της κυβερνητικής πολιτικής
  2. που έχει χρηματική αξία είκοσι λεπτών (σεντ)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]