εκλογομαγείρεμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εκλογομαγείρεμα αρσενικό
- η προσπάθεια μαγειρέματος, δηλαδή αλλοίωσης, με δόλια και άνομα μέσα ή επεξεργασία κάποιου εκλογικού αποτελέσματος ή του συστήματος εκλογής
[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις εκλογομάγειρας, εκλογή, λέγω και μάγειρας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εκλογομαγείρεμα