εκφοβητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκφοβητικός < ελληνιστική κοινή ἐκφοβητικός
Επίθετο
[επεξεργασία]εκφοβητικός, -ή, -ό
- (σπάνιο) άλλη μορφή του εκφοβιστικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εκφοβητικός
|