ελεμενταρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ελεμενταρισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: (άμεσο δάνειο) αγγλική elementarism < elementary < λατινική elementarius < elementum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ελεμενταρισμός αρσενικό
- (τέχνη) τεχνοτροπία στη ζωγραφική με χαρακτηριστικό της τη χρήση γεωμετρικών στοιχείων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελεμενταρισμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τέχνες (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)