ενδοηπειρωτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενδοηπειρωτικός < ενδο- + ηπειρωτικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ενδοηπειρωτικός
- που βρίσκεται μέσα σε μία ήπειρο
- που βριλσκεται στη ηπειρωτική χώρα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ήπειρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενδοηπειρωτικός
|