ενδοηπειρωτικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενδοηπειρωτικός η ενδοηπειρωτική το ενδοηπειρωτικό
      γενική του ενδοηπειρωτικού της ενδοηπειρωτικής του ενδοηπειρωτικού
    αιτιατική τον ενδοηπειρωτικό την ενδοηπειρωτική το ενδοηπειρωτικό
     κλητική ενδοηπειρωτικέ ενδοηπειρωτική ενδοηπειρωτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενδοηπειρωτικοί οι ενδοηπειρωτικές τα ενδοηπειρωτικά
      γενική των ενδοηπειρωτικών των ενδοηπειρωτικών των ενδοηπειρωτικών
    αιτιατική τους ενδοηπειρωτικούς τις ενδοηπειρωτικές τα ενδοηπειρωτικά
     κλητική ενδοηπειρωτικοί ενδοηπειρωτικές ενδοηπειρωτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ενδοηπειρωτικός < ενδο- + ηπειρωτικός

Επίθετο[επεξεργασία]

ενδοηπειρωτικός

  1. που βρίσκεται μέσα σε μία ήπειρο
  2. που βριλσκεται στη ηπειρωτική χώρα

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]