εντατήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εντατήρας < ελληνιστική κοινή ἐντατός + -τήρας < αρχαία ελληνική ἐντείνω < τείνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εντατήρας αρσενικό
- (τεχνολογία) όργανο ή εργαλείο με το οποίο εντείνω / τεντώνω κάτι
Συγγενικά[επεξεργασία]
- προεντατήρας
- → δείτε τις λέξεις εντείνω και τείνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εντατήρας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τήρας (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τεχνολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)