ενωσιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ενωσιακός (νεολογισμός) < ἕνωσι(ς) + -ακός ή ένωσ(η) + -ιακός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.no.si.aˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐νω‐σι‐α‐κός
Επίθετο
[επεξεργασία]ενωσιακός, -ή, -ό
- (νεολογισμός) που έχει σχέση με την ένωση, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- (ειδικότερα) που έχει σχέση με την Ευρωπαϊκή Ένωση, συμβάλλει ή αναφέρεται σ’ αυτή
- ※ 10.10. Νομοτεχνικά θέματα — Μερικές διαφορές μεταξύ του ελληνικού και του ενωσιακού νομοτεχνικού συστήματος (Διοργανικό εγχειρίδιο σύνταξης κειμένων @europa.eu)
- ※ Εκτελεστικός κανονισμός (ΕΕ) 2019/1026 της Επιτροπής, της 21ης Ιουνίου 2019, σχετικά με τις τεχνικές ρυθμίσεις για την ανάπτυξη, τη συντήρηση και τη χρησιμοποίηση των ηλεκτρονικών συστημάτων με σκοπό την ανταλλαγή πληροφοριών και την αποθήκευση αυτών των πληροφοριών στο πλαίσιο του ενωσιακού τελωνειακού κώδικα. (eur-lex.europa.eu)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ένωση
- μεταενωσιακός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ενωσιακός
|
Πηγές
[επεξεργασία]- ενωσιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ακός (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιακός (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από νόμους (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)