εξαδάκτυλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξαδάκτυλος < αρχαία ελληνική ἑξαδάκτυλος < ἕξ + δάκτυλος
Επίθετο[επεξεργασία]
εξαδάκτυλος -η -ο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξαδάκτυλος
|