εξαπέταλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξαπέταλος η εξαπέταλη το εξαπέταλο
      γενική του εξαπέταλου της εξαπέταλης του εξαπέταλου
    αιτιατική τον εξαπέταλο την εξαπέταλη το εξαπέταλο
     κλητική εξαπέταλε εξαπέταλη εξαπέταλο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξαπέταλοι οι εξαπέταλες τα εξαπέταλα
      γενική των εξαπέταλων των εξαπέταλων των εξαπέταλων
    αιτιατική τους εξαπέταλους τις εξαπέταλες τα εξαπέταλα
     κλητική εξαπέταλοι εξαπέταλες εξαπέταλα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξαπέταλος < εξα- + πέταλ(ο) + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /e.ksaˈpe.ta.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξα‐πέ‐τα‐λος

Επίθετο[επεξεργασία]

εξαπέταλος, -η, -ο

  • αυτός που έχει έξι πέταλα
    ※  Ανάμεσα στα nymphaea nelumbo ανεμιζόμενα -πότε δεξιόστροφα και πότε αριστερόστροφα- φύλλα άκανθας και στήλες σχηματισμένες από μικρούς ανάγλυφους κυκλίσκους που απολήγουν σε πεντάφυλλη δέσμη. Στο μετάλλιο της βάσης εξαπέταλος ρόδακας με καρδιόσχημα φύλλα, περικλειόμενος από ανάγλυφη γραμμή.
    Περιγραφή έργου, Σκύφος, κωδικός: IXMZO2, Ευρετήριο Αρχαιολογικού Μουσείου Αγρινίου - Πήλινα: 2395

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • εξαπέταλος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)