επισιτιστικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]επισιτιστικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τον επισιτισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- Το 60% 16 χιλιάδων οικογενειών -συνολικά 32.358 μαθητές- αντιμετώπισαν επισιτιστική ανασφάλεια, ενώ το 23% εξ αυτών (περίπου 8.000) επισιτιστική ανασφάλεια με πείνα κατά το έτος 2012. (*)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη σίτος