επισχετικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- επισχετικός < ελληνιστική κοινή ἐπισχετικός
Επίθετο
[επεξεργασία]επισχετικός
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] επισχετικός
|