επιτήδευμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- επιτήδευμα< (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπιτήδευμα < ἐπιτηδεύω (ασχολούμαι με κάτι)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.piˈti.ðev.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐πι‐τή‐δευ‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
επιτήδευμα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη επάγγελμα
επιτήδευμα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- επιτήδευμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)