ἐπιτήδευμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: επιτήδευμα
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἐπιτήδευμᾰ τὰ ἐπιτηδεύμᾰτ
      γενική τοῦ ἐπιτηδεύμᾰτος τῶν ἐπιτηδευμᾰ́των
      δοτική τῷ ἐπιτηδεύμᾰτ τοῖς ἐπιτηδεύμᾰσῐ(ν)
    αιτιατική τὸ ἐπιτήδευμᾰ τὰ ἐπιτηδεύμᾰτ
     κλητική ! ἐπιτήδευμᾰ ἐπιτηδεύμᾰτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἐπιτηδεύμᾰτε
γεν-δοτ τοῖν  ἐπιτηδευμᾰ́τοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἐπιτήδευμα < ἐπιτηδεύ(ω) + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ἐπιτήδευμα ουδέτερο

  1. εργασία, ασχολία, επάγγελμα, ενέργεια, συμπεριφορά
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 32.3
    τετύχηκε δὲ τὸ αὐτὸ ἐπιτήδευμα πρός τε ὑμᾶς ἐς τὴν χρείαν ἡμῖν ἄλογον καὶ ἐς τὰ ἡμέτερα αὐτῶν ἐν τῷ παρόντι ἀξύμφορον.
    Το γεγονός είναι ότι η έως τώρα πολιτική μας απέναντι σας είναι παράλογη και διόλου εξυπηρετική για τα παρόντα συμφέροντά μας.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. συνήθεια, ο τρόπος ζωής
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, 10, 1180a
    εἰ δ᾽ οὖν, καθάπερ εἴρηται, τὸν ἐσόμενον ἀγαθὸν τραφῆναι καλῶς δεῖ καὶ ἐθισθῆναι, εἶθ᾽ οὕτως ἐν ἐπιτηδεύμασιν ἐπιεικέσι ζῆν καὶ μήτ᾽ ἄκοντα μήθ᾽ ἑκόντα πράττειν τὰ φαῦλα, ταῦτα δὲ γίνοιτ᾽ ἂν βιουμένοις κατά τινα νοῦν καὶ τάξιν ὀρθήν, ἔχουσαν ἰσχύν·
    Αν λοιπόν, όπως το είπαμε μόλις πιο πάνω, αυτός που πρόκειται να γίνει ενάρετος άνθρωπος πρέπει να ανατραφεί σωστά και να αποκτήσει σωστές συνήθειες· αν στη συνέχεια πρέπει —με ανάλογο τρόπο— να γεμίζει τη ζωή του με σημαντικές ασχολίες και να μην κάνει —με ή χωρίς τη θέλησή του— τίποτε το μικρό και τιποτένιο· αν όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν παρά μόνο στους ανθρώπους που ζουν σύμφωνα με κάποιον καθοδηγητικό νου και κάποια σωστή τάξη, που είναι εφοδιασμένη με δύναμη,
    Μετάφραση (2006): Δημήτριος Λυπουρλής, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 2, 37.2
    ἐλευθέρως δὲ τά τε πρὸς τὸ κοινὸν πολιτεύομεν καὶ ἐς τὴν πρὸς ἀλλήλους τῶν καθ᾽ ἡμέραν ἐπιτηδευμάτων ὑποψίαν, οὐ δι᾽ ὀργῆς τὸν πέλας, εἰ καθ᾽ ἡδονήν τι δρᾷ, ἔχοντες, οὐδὲ ἀζημίους μέν, λυπηρὰς δὲ τῇ ὄψει ἀχθηδόνας προστιθέμενοι.
    Στη δημόσια ζωή μας είμαστε ελεύθεροι, αλλά και στις καθημερινές μας σχέσεις δεν υποβλέπομε ο ένας τον άλλο, δεν θυμώνομε με τον γείτονά μας αν διασκεδάζει, και δεν του δείχνομε όψη πειραγμένου που, αν ίσως δεν τον βλάφτει, όμως τον στενοχωρεί.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr

Συγγενικά

[επεξεργασία]