ερωτόπαθος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερωτόπαθος η ερωτόπαθη το ερωτόπαθο
      γενική του ερωτόπαθου της ερωτόπαθης του ερωτόπαθου
    αιτιατική τον ερωτόπαθο την ερωτόπαθη το ερωτόπαθο
     κλητική ερωτόπαθε ερωτόπαθη ερωτόπαθο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερωτόπαθοι οι ερωτόπαθες τα ερωτόπαθα
      γενική των ερωτόπαθων των ερωτόπαθων των ερωτόπαθων
    αιτιατική τους ερωτόπαθους τις ερωτόπαθες τα ερωτόπαθα
     κλητική ερωτόπαθοι ερωτόπαθες ερωτόπαθα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ερωτόπαθος < έρωτ(ας) + -ο- + -παθος

Επίθετο[επεξεργασία]

ερωτόπαθος, -η, -ο

  • ερωτοχτυπημένος, επιρρεπής στον έρωτα
    ※  Είμουν ποιητής γιατί είμουν ερωτόπαθος, ή ερωτοχτυπημένος βρισκόμουνα, σάν ποιητής πού γεννήθηκα; (Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα, Βαγγέλης Αθανασόπουλος - 1995)
    ※  Δέν είναι ό Όλύμπιος Ζεύς, ό μνησίκακος καί εκδικητικός, ό γεμάτος χιόνια καί σύννεφα, δημιουργός καί χαλαστής, πεισματάρης καί ερωτόπαθος, ανήσυχος κ' επικίνδυνος. (Ελληνικοί Ορίζοντες, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, 1940)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]