ερωτόπαθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ερωτόπαθος, -η, -ο
- ερωτοχτυπημένος, επιρρεπής στον έρωτα
- ※ Είμουν ποιητής γιατί είμουν ερωτόπαθος, ή ερωτοχτυπημένος βρισκόμουνα, σάν ποιητής πού γεννήθηκα; (Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα, Βαγγέλης Αθανασόπουλος - 1995)
- ※ Δέν είναι ό Όλύμπιος Ζεύς, ό μνησίκακος καί εκδικητικός, ό γεμάτος χιόνια καί σύννεφα, δημιουργός καί χαλαστής, πεισματάρης καί ερωτόπαθος, ανήσυχος κ' επικίνδυνος. (Ελληνικοί Ορίζοντες, Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, 1940)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ερωτόπαθος
|